ἐπιπλέοντας

ἐπιπλέοντας
ἐπιπλέω
sail upon
pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
ἐπιπλέω
sail upon
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… …   Dictionary of Greek

  • βαλιστίδες — (ballistidae). Οικογένεια ψαριών που ζουν σε όλες τις τροπικές θάλασσες, κοντά σε κοραλλιογενείς υφάλους. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 25 έως 60 εκ., ενώ ο χρωματισμός τους μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος (μπλε, κίτρινο, πράσινο κλπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”